- ἰσχυροτέρους
- ἰσχῡροτέρους , ἰσχυρόςstrongmasc acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νεχρού, Κρι Γιαβαχαρλάλ — (Nehru Jawaharlal, Αλαχαμπάντ 1889 – Νέο Δελχί 1964). Ινδός πολιτικός. Γιος πλούσιου δικηγόρου, σπούδασε στην Αγγλία και το 1912 πήρε το δίπλωμα της νομικής. Οπαδός του Γκάντι αλλά ξένος προς τον θρησκευτικό μυστικισμό του Μαχάτμα, έγινε μέλος… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
τετραπλοειδής — ές, Ν 1. βιολ. (για κυτταρικό πυρήνα ή για κύτταρο) αυτός που περιέχει τέσσερεις φορές τον απλοειδή αριθμό τών χρωματοσωμάτων, σε αντιδιαστολή προς τον διπλοειδή, που αποτελεί τη φυσική κατάσταση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετραπλοειδή βοτ.… … Dictionary of Greek
Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά … Dictionary of Greek
Αριμπέρτο ντα Ιντιμιάνο — (Ariberto da Intimiano 979/980 – 1045). Αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου. Καταγόταν από οικογένεια ανώτερων ευγενών, που είχε ως φέουδό της την περιοχή του Ιντιμιάνο. Έγινε αρχιεπίσκοπος χάρη στην εύνοια του αυτοκράτορα Ερρίκου Β’το 1018 και τον… … Dictionary of Greek
βαχαϊσμός ή βεχαϊσμός — Θρησκευτική κίνηση που εμφανίστηκε στα μέσα του 18ου αι. στην Αραβία, με σκοπό να αναμορφώσει την ισλαμική θρησκεία. Αρχηγός της ήταν ο Μπαχά Αλλάχ (Μιρζά Χουσαΐν Άλι Νούρι Μπαχά Αλλάχ), που ισχυριζόταν ότι ήταν απεσταλμένος του Θεού, αυτός… … Dictionary of Greek
Γύγης — Όνομα βασιλιάδων της αρχαίας Λυδίας. 1. Γενάρχης του βασιλικού οίκου των Μερμυαδών, που βασίλεψαν στη Λυδία (8ος; αι. π.Χ.). 2. Εγγονός του προηγούμενου (7ος αι. π.Χ.). Αρχικά ήταν βασιλιάς της μικρής πόλης Τύρρας, αλλά σκότωσε τον επικυρίαρχο… … Dictionary of Greek
Εμβέρ πασάς — (Κωνσταντινούπολη 1881 – Μπαλτζουάν, Μπουχάρα 1922). Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός. Υπήρξε μία από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες του κινήματος των Νεoτούρκων. Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Κωνσταντινούπολης και το 1903 αποφοίτησε από την… … Dictionary of Greek
Ζαχαρία — (Zacharia). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Γένοβας. Ορισμένα μέλη της εγκαταστάθηκαν, τον 13o αι., σε περιοχές της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο και συνδέθηκαν με γάμους με τον αυτοκρατορικό οίκο των Παλαιολόγων.… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek